ειδότως

ειδότως
(AM εἰδότως) επίρρ.
με τέλεια γνώση, επιστημονικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εἰδότως — knowingly indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακολουθητικός — ή, όν, Α [παρακολουθώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρακολούθηση ή αυτός που είναι ικανός ή κατάλληλος για παρακολούθηση, δηλ. για κατανόηση 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παρακολουθητική η επαφή ενός ρήτορα με το ακροατήριό του. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”